προσωπογραφικός

προσωπογραφικός
η , ό[ν] портретный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσωπογραφικός" в других словарях:

  • προσωπογραφικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την προσωπογραφία. επίρρ... προσωπογραφικώς και προσωπογραφικά Ν με προσωπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Μ. Βρατσάνο] …   Dictionary of Greek

  • προσωπογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσωπογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στην εικονογραφία ή τον εικονογράφο (βλ. λ.), ο ζωγραφικός, προσωπογραφικός: Εικονογραφική τέχνη. 2. που παρασταίνεται με εικόνες: Εικονογραφικό σύστημα γραφής (που χρησιμοποιεί εικόνες αντί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»